- ἀποπεραίνω
- ἀποπεραίνω,A complete, finish, in [tense] fut. ἀποπερᾰνῶ, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποπεραίνω — ἀποπεραίνω (AM) τελειώνω, συμπληρώνω κάτι … Dictionary of Greek
προαποπεραίνω — Α τελειώνω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀποπεραίνω «τελειώνω»] … Dictionary of Greek